Παρασκευή απόγευμα έκλεισα τραπέζι για το εστιατόριο Patio at The Margi, που βρίσκεται στο ξενοδοχείο The Margi στη Βουλιαγμένη. Παρόλο που από τα εννέα τραπέζια του τελικά γέμισαν τα τέσσερα με προέτρεψαν να έλθω για δείπνο στις οκτώ και μισή το βράδυ αντί για τις εννέα που είχα ζητήσει γιατί δεν υπήρχε διαθεσιμότητα για εκείνη την ώρα. Το δέχτηκα και αντιλαμβάνομαι το σκεπτικό του σεφ να μην πέσουν όλες οι παραγγελίες μαζί και υπάρξει φόρτος στην κουζίνα του, δεδομένου ότι όλοι οι υπόλοιποι πελάτες ήλθαν ταυτόχρονα στις εννέα και μισή που είναι η συνηθισμένη ώρα που δειπνούν οι Έλληνες. Όμως αυτό που δεν κατάλαβα είναι γιατί γράφουν στον ιστότοπό τους ότι η ενδυματολογική εμφάνιση στο εστιατόριο πρέπει να είναι κομψή και τηλεφωνώντας τους για διευκρινίσεις επέδειξαν ανοχή, αφού συνεννοήθηκαν τηλεφωνικά με τη διεύθυνση του εστιατορίου (sic), σε τζιν παντελόνι, πουκάμισο και σπορ παπούτσι ενώ όλοι οι υπόλοιποι πελάτες, προφανώς χωρίς να ρωτήσουν και χωρίς καν να μπουν στον κόπο να ενημερωθούν για την πολιτική του εστιατορίου, ήλθαν με κοντομάνικα μπλουζάκια. Αν δε θες να χάνεις πελάτες βγάλε από τον ιστότοπό σου τον ενδυματολογικό κώδικα. Δημιουργεί μπερδέματα κι έτσι κι αλλιώς τείνει να ξεπεραστεί.
ΦΑΓΗΤΟ
Η κουζίνα στο εστιατόριο Patio at The Margi έχει Ελληνικό και Μεσογειακό προσανατολισμό και τον εκφράζει μέσα από δύο έτοιμα μενού δοκιμής που προτείνει στους πελάτες. Η κουζίνα του είναι δημιουργική και δοκιμάζοντας το Ελληνικό μενού μπορώ να πω ότι o σεφ έχει και τις καλές και τις κακές του στιγμές, με τις καλές να υπερτερούν.
Το δείπνο ξεκίνησε με καλωσορίσματα δύο ειδών. Στην αρχή ήλθαν τέσσερις μπουκιές, ένα τυρί Σαν Μιχάλη σε μορφή κοχυλιού που θα το προτιμούσα ζεστό, μια μπουκιά λευκής σοκολάτας με γέμιση τζίντζερ, όπου ναι μεν ωραία η αίσθηση της μπουκιάς στο στόμα το τζίντζερ όμως δε φαινόταν, μια μπουκιά με πατάτα σουφλέ και σεβίτσε από λαβράκι που ήταν πολύ καλό και στην υφή και στη γεύση και τέλος μύδι και μπισκότο από μελάνι σουπιάς που επίσης ήταν πολύ ωραία εκτελεσμένο. Το δεύτερο καλωσόρισμα ήταν ένα γκασπάτσο φράουλας το οποίο δε με ενθουσίασε διότι ήταν πολύ έντονη η οξύτητα της φράουλας και κάλυψε όποιες άλλες ενδιαφέρουσες γεύσεις είχε πιθανά αυτό το πιάτο.
Κατόπιν άρχισε η κανονική ροή των πιάτων με μια μους αχινού διακοσμημένη με αυγά αχινού, αφρό από ούζο και λεμόνι και ένα μπισκότο από κουλούρι. Θεωρώ ότι το πιάτο αυτό έχει δυνατότητες τις οποίες όμως δεν κατάφερε να τις αναδείξει. Και εξηγούμαι. Κατ’ αρχάς θα πω ότι η εμφάνισή του δεν ήταν ωραία. Τα αυγά αχινού κολυμπούσαν πάνω στη μους και το έντονο κόκκινο χρώμα τους διαλυόταν πάνω σε αυτήν. Ο αφρός ναι μεν είχε σωστή σύσταση όμως ήταν κακοσχηματισμένος και τέλος η μους και αυτή είχε σωστή υφή όμως είχα την εντύπωση ότι είχε παραπάνω λιπαρότητα από όσο έπρεπε. Συνολικά το πιάτο αυτό θα προτιμούσα να το φάω σε υψηλότερη θερμοκρασία από αυτή που μου σερβιρίστηκε, ίσως σε θερμοκρασία περιβάλλοντος. Κατόπιν ήλθε το “αυγό κονφί”, πιάτο που ζήτησα να μου φέρουν αντί για την ποικιλία τυριών που είχε αρχικά το μενού και προς τιμήν τους δέχτηκαν να με εξυπηρετήσουν. Το πιάτο αυτό αποτελείτο από μια βάση από πουρέ αρακά, αρακά, μπέικον, τυρί “σαν μιχάλη”, καραμελωμένο κρεμμύδι και μια φρυγανιά ψωμιού τα οποία θεωρητικά πλαισίωναν το αυγό κονφί. Και λέω θεωρητικά διότι ενώ ήταν ενδιαφέρον πιάτο συνολικά με καλό συνδυασμό υλικών, το μπέικον και το τυρί είχαν έντονες γεύσεις με αποτέλεσμα να καλύπτουν τη γεύση του αυγού αντί να την αναδεικνύουν. Μετά όμως από αυτό το πιάτο όλα τα υπόλοιπα ήταν επιτυχημένα τόσο σε έμπνευση όσο και σε εκτέλεση. Ξεκινώντας με τον αστακό ο οποίος συνοδευόταν με πουρέ καρότου, πανακόττα καρότου και καρύδας και σαλάτα μάνγκο, κάσιους, κόλιανδρο και δυόσμο. Το πιάτο ήταν πολύ νόστιμο με τον πουρέ καρότου και τη σαλάτα μάνγκο να ισορροπούν μεταξύ τους και με μόνη παρατήρηση την πανακόττα όπου για να φανεί η γεύση της καρύδας έπρεπε να φάω με μία μπουκιά το μισό κομμάτι. Εν συνεχεία ήλθε ο μπακαλιάρος σε κρούστα λιαστής ντομάτας, αγκινάρες και αυγολέμονο. Ένα από τα πιο ωραία πιάτα που έχω δοκιμάσει μέχρι τώρα σε εστιατόρια υψηλής γαστρονομίας και το καλύτερο πιάτο που έχει ψάρι με κρούστα από πάνω. Εξαιρετική η εκτέλεση της κρούστας τομάτας με την ένταση του ουμάμι να απογειώνει τον μπακαλιάρο. Ο συνδυασμός με το αυγολέμονο άριστος και αυτό το πιάτο θα το βαθμολογούσα με δέκα αν, από προσωπικό βίτσιο, δεν προτιμούσα τις αγκινάρες λιγότερο ή καθόλου μαγειρεμένες. (Αν δεν είναι η εποχή τους μπορούν κάλλιστα να συντηρηθούν σε μια ελαφριά άλμη και να σερβιριστούν ωμές). Το κυρίως πιάτο ήταν αρνί με ραβιόλι πατάτας γεμιστό με αρακά, αφρό από ξινόγαλα αρωματισμένο με ροδάκινο. Επίσης πολύ καλά εκτελεσμένο πιάτο και πολύ σωστά μαγειρεμένο το αρνί. Για να ξεπλυθεί το στόμα και να περάσουμε στο γλυκό ήλθε μια πολύ ωραία γρανίτα από ξινόγαλα, φιστίκι Αιγίνης και αποξηραμένο κεράσι και τέλος ήλθε το γλυκό που ήταν μιλφέιγ μαστίχας και παγωτό κεράσι. Η σοκολάτα ως γλυκό στο τέλος κάθε γεύματος είναι μια επιλογή που με έχει κουράσει έτσι δέχτηκα με ευχαρίστηση αυτό το γλυκό το οποίο ήταν πάρα πολύ νόστιμο και καλοεκτελεσμένο. Τέλος πρέπει να αναφέρω και τα mignardises που ήλθαν τα οποία ήταν εξαιρετικά, δροσιστικά και παιχνιδιάρικα.
ΕΞΥΠΗΡΕΤΗΣΗ
Πολύ καλή η δουλειά από τους σερβιτόρους που με εξυπηρέτησαν. Ζήτησα να μου αλλάξουν το πιάτο με τα τυριά από το Ελληνικό μενού και να το αντικαταστήσουν με το Αυγό κονφί από το Μεσογειακό μενού και η κουζίνα το δέχτηκε ευχαρίστως, επίσης με ενημέρωσαν για τη διαδοχή των κρασιών και τα πιάτα που συνοδεύει το καθένα πράγμα το οποίο είναι πολύ καλή κίνηση προκειμένου να κανονίζει το ρυθμό με τον οποίο θα πίνει ο δειπνούντας. Τέλος πρέπει να πω στην υποδοχή ότι είναι άστοχο να κρίνει έναν άνθρωπο από την εμφάνισή του. Πότε δεν ξέρεις ποιες μπορεί να είναι οι εμπειρίες του. Δεν απευθύνεσαι στον πελάτη σου λέγοντας του “Ξέρετε, αυτό είναι ένα εστιατόριο υψηλής γαστρονομίας” και λίγο αργότερα “Έχετε ξανά φάει σε εστιατόριο υψηλής γαστρονομίας;”. Φαίνεται ότι η εμφάνιση με το κράνος στο χέρι και με σακίδιο στον ώμο αλά “Σταύρος Θεοδωράκης” ταιριάζει μόνο στον πρώτο διδάξαντα.
ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ
Το εστιατόριο Patio at The Margi όπως λέει και το όνομα του βρίσκεται στο ξενοδοχείο The Margi στην περιοχή της Βουλιαγμένης. Το καλοκαίρι έχει σε ένα αίθριο (εξ ου και το όνομα του) 8 τραπεζάκια των δύο έως και τεσσάρων ατόμων που βλέπει στις βεράντες κάποιων καμπανών του ξενοδοχείου. Αν έμεναν παιδιά και έβγαιναν στη βεράντα (που μου έτυχε) και έκαναν φασαρία (που ευτυχώς δε μου έτυχε) θα μου χάλαγαν τη διάθεση. Το χειμώνα, από μια βιαστική ματιά που έριξα, ο εσωτερικός χώρος δείχνει πολύ πιο συμπαθητικός και ελκτικός για δείπνο. Ο φωτισμός του εστιατορίου άριστος και η μουσική διακριτική.
ΛΙΣΤΑ ΠΟΤΩΝ
Λίστα όχι μεγάλη αλλά με εκπροσώπηση κρασιών από Ελληνικό και ξένο αμπελώνα.
Πρώτο κρασί μου σερβιρίστηκε η αφρώδης “Παράγκα” του Κυρ Γιάννη, που αφενός ήλθε το ποτήρι γεμάτο από την κουζίνα αφετέρου δεν είχε τη γεύση που περίμενα από αυτό το κρασί και δεν το ήπια. Δεύτερο ήταν το ροζέ “Πεταλούδες” του Χαρλαύτη, αρκετά καλή επιλογή, τρίτο το ασσύρτικο του Αργυρού το οποίο συνόδευσε δύο πιάτα και ήταν μια πολύ καλή επιλογή, το αρνί το συνόδευσε ο “Κοκκινόμυλος” του Τσελεπού που ήταν πάρα πολύ καλός συνδυασμός και τέλος με το γλυκό ήλθε το Samos Vin Doux.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Ένα εστιατόριο που μαγειρικά έχει φτάσει σε ένα ικανοποιητικό σημείο. Θεωρώ ότι όποια αστοχία των πιάτων του ήταν θέμα στιγμής και όχι συνταγής ή τεχνικής, όμως θα πρέπει να υπάρξει βελτίωση στο θέμα της εξυπηρέτησης για τους λόγους που ανέπτυξα στην αντίστοιχη ενότητα. Δε ρωτάς τον πελάτη σου αν έχει ξαναφάει σε εστιατόριο υψηλής γαστρονομίας. Στην περίπτωση που σου πει όχι τι θα κάνεις; θα αρχίσεις μαθήματα συμπεριφοράς; όταν αυτός βγάζει φωτογραφική μηχανή δεν τον ρωτάς αν είναι του χώρου. Δηλαδή αν είναι, υπονοείς ότι ήλθε να σου κλέψει τις συνταγές; δεν έχει υποπέσει ποτέ στην αντίληψη του εστιατορίου ότι υπάρχουν οι λεγόμενοι foodies, οι οποίοι φωτογραφίζουν το φαγητό τους; και ναι μεν είναι μια τάση που είχε άνθιση πριν από πέντε χρόνια όμως αυτός είναι ένας λόγος που θα έπρεπε να είναι ήδη γνωστό στα εστιατόρια τέτοιου είδους.
Σε κάθε περίπτωση πάντως θα ξαναεπισκεφθώ το εστιατόριο Patio, διότι το φαγητό του αφενός με ευχαρίστησε και αφετέρου έχω την περιέργεια να δω αν τα θεματάκια της εξυπηρέτησης τα έχει λύσει.
Τέλος θεωρώ ότι έδωσα αρκετά λεφτά γι’ αυτό που έφαγα και ήπια.